- ζεφυρηίς
- ζεφυρηΐς, -ίδος, ἡ (Α)(ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. -ηίς πρβλ. αλσ-ηίς, χλωρ-ηίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek